σερράτια

σερράτια
και σερρατία, η, Ν
βιολ. γένος βακτηρίων, θετικών κατά Γκράμ βακίλλων τής οικογένειας εντεροβακτηριίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. serratia, από το όν. τού Ιταλού επιχειρηματία Serafino Serrati].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”